βωτιάνειρα — βωτιάνειρα, η (Α) (για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι (< βόσκω*), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο + άνειρα, θηλ. του ανήρ*. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας… … Dictionary of Greek
βωτιάνειρα — man feeding fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωτιανείραι — βωτιανείρᾱͅ , βωτιάνειρα man feeding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωτιανείρῃ — βωτιάνειρα man feeding fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωτιάνειραν — βωτιάνειρα man feeding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
δαμάσιππος — δαμάσιππος, ον (Α) αυτός που δαμάζει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαμασίμβροτος — δαμασίμβροτος, ον (Α) αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος,… … Dictionary of Greek
δαμασίφρων — ( ονος), ον (Α) αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαμασίφως — ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek